υπεραερισμός
Προφορά
Ετυμολογία
υπεραερισμός υπέρ + αερισμός• απόδοση του └αγγλ┘όρου hyperventilation
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπεραερισμός
✦ τεχνητή αύξηση των αναπνευστικών ανταλλαγών αερίων για θεραπευτικούς σκοπούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–