υπεραγωγός
Προφορά
Ετυμολογία
υπεραγωγός υπέρ + αγωγός• απόδοση του └αγγλ┘όρου superconductor
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπεραγωγός
✦ χαρακτηρισμός υλικού που παρουσιάζει το φαινόμενο της υπεραγωγιμότητας, που έχει την ιδιότητα, σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, να άγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς αντιστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–