τσιριμόνια
Προφορά
Ετυμολογία
τσιριμόνια └ιταλ┘cerimonia (= τελετή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσιριμόνια
✦ φιλοφρόνηση, επιδεικτική περιποίηση: με δέχτηκε την ίδια μέρα στο γραφείο του, στα Παλαιά Ανάκτορα με μεγάλες τσιριμόνιες… Κυρία μου!… Εσείς, κυρία μου! Τι τιμή! Τι ευτυχία! Υποκλίθηκε… μου φίλησε το χέρι (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–