τσιμπημένος


τσιμπημένος
Προφορά

Ετυμολογία
τσιμπημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος τσιμπώ

Ερμηνεία
τσιμπημένος

✦ -η, -ο ως επίθ. (για πρόσ.) ερωτευμένος: είναι τσιμπημένος με τη συνάδελφό του
✦ (για τιμή) ακριβός, υψηλός: τσιμπημένη η τιμή της ντομάτας τη Μεγάλη Εβδομάδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.