τσίπα
Προφορά
Ετυμολογία
τσίπα μεσαιωνική ελληνική τσίπα (= πέπλος, τσεμπέρι)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσίπα
✦ λεπτός υμένας, λιπώδης υμένας που περιβάλλει τα σπλάχνα ζώου, σκέπη
✦ κρούστα στην επιφάνεια υγρών
✦ (μτφ. ) ντροπή, συστολή: φρ. δεν έχει τσίπα, είναι αδιάντροπος, ξετσίπωτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–