τρεις


τρεις
Προφορά

Ετυμολογία
τρεις αρχαία ελληνική τρεῖς

Ερμηνεία
τρεις

✦ απόλ. αριθμ. αριθμός που δηλώνει ποσότητα από δύο και μία μονάδες
✦ φρ. τρεις κι ο κούκος, ελάχιστοι σε αριθμό – κάθε τρεις και λίγο, πολύ συχνά
✦ το τρία, ο αριθμός και το σύμβολο 3, καθετί που έχει τον αριθμό 3 ως διακριτικό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.