τρέιλερ
Προφορά
Ετυμολογία
τρέιλερ └αγγλ┘trailer
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το τρέιλερ
✦ όχημα χωρίς μηχανή που έχει σχεδιαστεί για να σύρεται, να ρυμουλκείται από άλλο όχημα
✦ ειδική πλατφόρμα συν. με δύο τροχούς, που ρυμουλκείται από όχημα και χρησιμεύει για τη μεταφορά βάρκας, μικρού σκάφους κτλ.
✦ σειρά από σύντομα αποσπάσματα ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος, για την εκ των προτέρων διαφημιστική προβολή του: (στην τηλεόραση) διαφημιστικά τρέιλερ για το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–