τοπικίστρια Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply τοπικίστριαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/τοπικίστρια.mp3Ετυμολογίατοπικίστρια τοπικός Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο τοπικίστρια ✦ θηλ. τοπικίστρια ο μονομερώς προσηλωμένος στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ιδιαίτερης πατρίδας του Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–