τετριμμένος


τετριμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
τετριμμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος τρίβομαι

Ερμηνεία
τετριμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) κοινός, συνήθης, ο χωρίς σπουδαιότητα: τετριμμένες φράσεις – δίνοντας ένα νέο, έξω από τα τετριμμένα, περιεχόμενο στις δραστηριότητές του (Βήμα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.