τεύχος
Προφορά
Ετυμολογία
τεύχος αρχαία ελληνική τεῦχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τεύχος
✦ κάθε αντίτυπο, μιας κανονικής έκδοσης περιοδικού, που φέρει έναν αριθμό: το τεύχος του Ιουλίου
✦ μέρος συγγράμματος που τυπώνεται και κυκλοφορεί περιοδικά: τα τεύχη μιας εγκυκλοπαίδειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–