ταξιδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ταξιδεύω μεσαιωνική ελληνική ταξιδεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ταξιδεύω
✦ κάνω ταξίδι
✦ μετακινούμαι από έναν τόπο σε άλλον, ιδ. μακρινό: εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ’ αστέρια (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–