ταξιθέτης


ταξιθέτης
Προφορά

Ετυμολογία
ταξιθέτης τάξις + θέτω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταξιθέτης

✦ θηλ. ταξιθέτρια (Κ -τις, -ιδος) αυτός που ταξινομεί
✦ υπάλληλος που οδηγεί στις θέσεις τους τους θεατές δημόσιου θεάματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.