ταμπού
Προφορά
Ετυμολογία
ταμπού └αγγλ┘taboo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ταμπού
✦ πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται ιερό ή μιαρό και δεν πρέπει κανείς να το αγγίζει
✦ (μτφ. ) απαγόρευση που έχει σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα
✦ (μτφ. για λέξη, θέμα κτλ.) που αποφεύγεται ή απαγορεύεται ιδ. από τις κοινωνικές αντιλήψεις
✦ (μτφ. ) ηθική απαγόρευση, αναστολή: άνθρωπος με πολλά ταμπού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–