ταβερνιάρισσα


ταβερνιάρισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ταβερνιάρισσα ταβέρνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ταβερνιάρισσα

✦ θηλ. ταβερνιάρισσα ο ιδιοκτήτης ταβέρνας: καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, γιατί νερώνεις το κρασί; (Ι. Πολέμης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.