σωρεύω


σωρεύω
Προφορά

Ετυμολογία
σωρεύω αρχαία ελληνική σωρεύω

Ερμηνεία
ρήμα σωρεύω

✦ σωριάζω: μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα, όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.