σωλήνα
Προφορά
Ετυμολογία
σωλήνα αρχαία ελληνική σωλήν
Ερμηνεία
σωλήνα
✦ (Κ ο σωλήν, -ήνος) κοίλος, κυλινδρικός και επιμήκης αγωγός από γυαλί, μέταλλο, πλαστικό κτλ., για διοχέτευση υγρών ή αερίων ή και για άλλες χρήσεις
✦ (ανατομ.) πόρος, κοιλότητα κτλ. που έχει κυλινδρικό σχήμα: πεπτικός σωλήνας
✦ παιδί του σωλήνα, του οποίου η σύλληψη έγινε όχι με τον φυσικό τρόπο αλλά με τεχνητή γονιμοποίηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–