σωρεία


σωρεία
Προφορά

Ετυμολογία
σωρεία μεταγενέστερη ελληνική σωρεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σωρεία

✦ σωρός
(μτφ. ) μεγάλο πλήθος, μεγάλος αριθμός: σωρεία σφαλμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.