συναισθηματικός
Προφορά
Ετυμολογία
συναισθηματικός συναίσθημα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συναισθηματικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το συναίσθημα
✦ (για πρόσ.) που επηρεάζεται ή παρασύρεται από συναισθήματα: συναισθηματικός τύπος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συναισθηματικά (Κ συναισθηματικώς)