συναξάρι
Προφορά
Ετυμολογία
συναξάρι μεσαιωνική ελληνική συναξάριον, υποκοριστικό του σύναξις (επειδή διαβαζόταν σε συγκεντρώσεις μοναχών)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συναξάρι
✦ βιβλίο που περιέχει βιογραφίες αγίων
✦ (μτφ. ) ανιαρή αφήγηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–