συγκρούομαι
Προφορά
Ετυμολογία
συγκρούομαι αρχαία ελληνική συγκρούομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συγκρούομαι
✦ πέφτω με δύναμη πάνω σε κάτι που κινείται
✦ (μτφ. ) βρίσκομαι σε αντίθεση: συγκρουόμενα συμφέροντα
✦ συμπλέκομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–