σύγκλυση


σύγκλυση
Προφορά

Ετυμολογία
σύγκλυση μεσαιωνική ελληνική σύγκλυση

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύγκλυση

✦ κατακλυσμός, πλημμύρα: αργεί να βρέξει, μα όταν το γυρίσει, κάνει σύγκλυση και θεοποντή (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.