στρόγγυλος
Προφορά
Ετυμολογία
στρόγγυλος μεσαιωνική ελληνική στρογγυλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στρόγγυλος -ή, -ό
✦ κυκλικός, σφαιρικός
✦ (για αριθμό) ακέραιος με παράλειψη των μονάδων ή του κλάσματός του
✦ στρογγυλή τράπεζα (μτφρ. του αγγλικά round table· ιστορ. ονομ. για το τραπέζι του θρυλικού Βρετανού βασιλιά Αρθούρου, γύρω από το οποίο συγκέντρωνε τους ιππότες της Αυλής του) συνεδρίαση στα πλαίσια μιας διάσκεψης, ενός συνεδρίου κτλ. στην οποία τα πρόσωπα που μετέχουν συζητούν ισοτίμως για ειδικότερα θέματα, σχετικά πάντα με το αντικείμενο της διασκέψεως, του συνεδρίου κτλ.
✦ (κατ’ επέκτ.) ελεύθερη συζήτηση σε μια συνάντηση που οργανώνεται γι’ αυτό το σκοπό για θέματα γενικού ενδιαφέροντος, πολιτικά, επιστημονικά, συνδικαλιστικά κτλ.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
στρογγυλά κ.στρόγγυλα (Κ στρογγύλως)