στρίποδο


στρίποδο
Προφορά

Ετυμολογία
στρίποδο τρίποδο, με προθετ. σ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το στρίποδο

✦ ελαφρός, φορητός τρίποδας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.