στρόβιλος
Προφορά
Ετυμολογία
στρόβιλος αρχαία ελληνική στρόβιλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στρόβιλος
✦ περιστροφική κίνηση, δίνη ανέμου ή νερού
✦ κινητήρια μηχανή που λειτουργεί με την ενέργεια ατμού ή νερού ή αερίου, η τουρμπίνα
✦ η σβούρα
Συνώνυμα
σίφουνας, ανεμοστρόβιλος, υδατοστρόβιλος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–