στροφέας
Προφορά
Ετυμολογία
στροφέας αρχαία ελληνική στροφεύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο στροφέας
✦ ο ανώτατος σπόνδυλος του αυχένα, άτλας ή επιστροφεύς
✦ μεντεσές
✦ κύλινδρος γύρω από τον οποίο ένα εξάρτημα περιστρέφεται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–