στρουθοκάμηλος
Προφορά
Ετυμολογία
στρουθοκάμηλος μεταγενέστερη ελληνική στρουθοκάμηλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η στρουθοκάμηλος
✦ μεγάλο πουλί με μακρύ λαιμό και ψηλά πόδια που ζει στην Αφρική και την Αραβία
✦ (μτφ. ) εθελότυφλος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–