στροβοσκόπιο
Προφορά
Ετυμολογία
στροβοσκόπιο └αγγλ┘stroboscope
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στροβοσκόπιο
✦ συσκευή με την οποία ένα περιστρεφόμενο ή δονούμενο σώμα φωτίζεται με σύντομες λάμψεις που εκπέμπονται από πηγή κατά ίσα χρονικά διαστήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–