στριγκός


στριγκός
Προφορά

Ετυμολογία
στριγκός από το μεσαιωνική ελληνική ρ. στριγγίζω

Ερμηνεία
στριγκός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (για ήχο και φωνή) οξύς, διαπεραστικός: στριγκιά φωνή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στριγκά:το τρένο σφύριξε στριγγά (Άγγ. Τερζάκης)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.