στραφταλιστός


στραφταλιστός
Προφορά

Ετυμολογία
στραφταλιστός στραφταλίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ στραφταλιστός -ή, -ό

✦ αυτός που γυαλίζει, που λαμποκοπά: κεντούσε με νήματα στραφταλιστά (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.