στιβάνι


στιβάνι
Προφορά

Ετυμολογία
στιβάνι όψιμο μεσαιωνική ελληνική στιβάλι

Ερμηνεία
στιβάνι

✦ (συν. στον πληθ.) είδος χωριάτικου παπουτσιού που σκεπάζει και μέρος της κνήμης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.