στίλβη


στίλβη
Προφορά

Ετυμολογία
στίλβη αρχαία ελληνική στίλβη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στίλβη

✦ λάμψη, στιλπνότητα
✦ μονάδα μετρήσεως της λαμπρότητας ίση με 1 κηρίο ανά τετραγωνικό εκατοστό

Συνώνυμα
μαρμαρυγή
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.