στηλιτευτής


στηλιτευτής
Προφορά

Ετυμολογία
στηλιτευτής μεσαιωνική ελληνική στηλιτευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στηλιτευτής

✦ θηλ. στηλιτεύτρια αυτός που στηλιτεύει, που επικρίνει δημόσια κάποιον ή κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.