στεφάνι
Προφορά
Ετυμολογία
στεφάνι μεσαιωνική ελληνική στεφάνιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στεφάνι
✦ κυκλικό πλέγμα από φυλλοφόρα κλαδιά ή άνθη που, συν., φορεί κάποιος στο κεφάλι ως έπαθλο ή σημείο εορτασμού: στεφάνωσαν τους ολυμπιονίκες με στεφάνια από ελιά
✦ μεγάλο κυκλικό πλέγμα από φυλλοφόρα κλαδιά ή άνθη, που κατατίθεται σε μνημεία ή συνοδεύει την εκφορά νεκρού
✦ ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για τη στερέωση σανίδων, τσέρκι: στεφάνι του βαρελιού – του κοφινιού
✦ χείλος αντικειμένου που προεξέχει
✦ περίζωμα οικοδομής, γείσο, κορνίζα
✦ ο νυφικός στέφανος
✦ (συνεκδ.) γάμος ή νόμιμος σύζυγος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–