στερητικός
Προφορά
Ετυμολογία
στερητικός αρχαία ελληνική στερητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στερητικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη στέρηση, που συνεπάγεται στέρηση
✦ στερητικό φαινόμενο ή σύνδρομο, σύνολο ανώμαλων ψυχικών και οργανικών αντιδράσεων που παρατηρούνται σε άτομο εθισμένο στο αλκοόλ ή τα ναρκωτικά, όταν στερηθεί για κάποιο διάστημα τις ουσίες αυτές
✦ (γραμμ.) στερητικά μόρια, τα α- κ. αν- που χρησιμοποιούμενα ως α΄ συνθετ. λέξεων φανερώνουν στέρηση ή ανυπαρξία του β΄ συνθετικού (π.χ. άχρωμος, ανέντιμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–