στερεωτής


στερεωτής
Προφορά

Ετυμολογία
στερεωτής μεταγενέστερη ελληνική στερεωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο στερεωτής

✦ που στερεώνει κάτι
✦ (ειδ.) χημική ουσία για το φιξάρισμα φωτογραφιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.