στεντόρειος


στεντόρειος
Προφορά

Ετυμολογία
στεντόρειος αρχαία ελληνική στεντόρειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στεντόρειος -α, -ο

✦ (για φωνή) πολύ δυνατός, βροντερός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
στεντόρεια (Κ στεντορείως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.