στενωπός


στενωπός
Προφορά

Ετυμολογία
στενωπός αρχαία ελληνική στενωπός

Ερμηνεία
επίθετο┘ στενωπός -ή, -ό

✦ αυτός που είναι αρκετά στενός
✦ θηλ. στενωπός ως ουσ. στενό πέρασμα
✦ στενός δρόμος, σοκάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.