στενοχωρώ


στενοχωρώ
Προφορά

Ετυμολογία
στενοχωρώ αρχαία ελληνική στενοχωρῶ

Ερμηνεία
στενοχωρώ

✦ -είς, -εί κ. στεναχωρώ ρ. (στενοχώρ-η(ε)σα, -ή(έ)θηκα, -η(ε)μένος) προκαλώ σε κάποιον στενοχώρια
✦ φέρνω κάποιον σε αμηχανία, σε δύσκολη θέση
✦ προκαλώ θλίψη
✦ (μέσ.) στενοχωρούμαι, -ιέμαι, θλίβομαι, λυπούμαι
(μτφ. ) βρίσκομαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα
τέρπω, ευχαριστώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.