σπιρουνίζω


σπιρουνίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σπιρουνίζω σπιρούνι

Ερμηνεία
σπιρουνίζω

✦ κ. σπιρουνιάζω ρ. (σπιρούν-ισα κ. -ιασα, -ισμένος κ. -ιασμένος) κεντώ, χτυπώ με το σπιρούνι
(μτφ. ) προκαλώ, ξεσηκώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.