σπινθηρωπία


σπινθηρωπία
Προφορά

Ετυμολογία
σπινθηρωπία σπινθήρ + ορώ

Ερμηνεία
σπινθηρωπία

(ιατρ.) διαταραχή της οράσεως κατά την οποία ο άρρωστος βλέπει ανύπαρκτους σπινθήρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.