σκετς


σκετς
Προφορά

Ετυμολογία
σκετς └αγγλ┘sketch (= σκίτσο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το σκετς

✦ μονόπρακτο θεατρικό έργο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.