σκέλεθρο
Προφορά
Ετυμολογία
σκέλεθρο αρχαία ελληνική επίθετο σκελεφρός (=κατάξερος, κάτισχνος)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σκέλεθρο
✦ σκελετός
✦ (μτφ. ) κάτισχνος, πολύ αδύνατος άνθρωπος: κατάντησε σκέλεθρο από την πείνα
✦ (μτφ. ) που έχει φθαρεί πολύ, ώστε να απομείνει ο σκελετός του: σκέλεθρα αεροπλάνων, σαν παράξενη προέκταση του ανθρώπινου σκελετού (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–