σειρήνα
Προφορά
Ετυμολογία
σειρήνα αρχαία ελληνική Σειρήν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σειρήνα
✦ πλάσμα της αρχαία ελληνική ελλην. μυθολογίας, κάτι μεταξύ γυναίκας και πουλιού, με γοητευτική φωνή
✦ (μτφ. ) γυναίκα που μαγεύει, γόησσα
✦ ηχητικό όργανο, δυνατή σφυρίχτρα που προειδοποιεί τον πληθυσμό των πόλεων για έκτακτα γεγονότα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–