σεβνταλού


σεβνταλού
Προφορά

Ετυμολογία
σεβνταλού σεβντάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σεβνταλού

✦ θηλ. σεβνταλού παθιασμένος από έρωτα, ερωτόληπτος: τον αγάπησε, λέει, μια σεβνταλού χανούμη (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.