σβήσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
σβήσιμο σβήνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σβήσιμο
✦ το σταμάτημα της καύσης ή του φωτισμού
✦ (μτφ. ) ανακούφιση, καταπράυνση
✦ εξάλειψη, διαγραφή
✦ λιποθυμιά
✦ εκπνοή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άναμμα
Επιρρήματα
–