σαλτιμπάγκος


σαλτιμπάγκος
Προφορά

Ετυμολογία
σαλτιμπάγκος └ιταλ┘saltimbanco

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σαλτιμπάγκος

✦ υπαίθριος ταχυδακτυλουργός ή ακροβάτης: κατάπινα σπαθιά σαν τους σαλτιμπάγκους των πανηγυριών (Κ. Βάρναλης)
(μτφ. ) άνθρωπος χωρίς αρχές, κατεργάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.