σαλμονέλωση


σαλμονέλωση
Προφορά

Ετυμολογία
σαλμονέλωση σαλμονέλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σαλμονέλωση

✦ (παθολ.) λοίμωξη που προκαλεί γαστρεντερικές διαταραχές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.