σαλταρισμένος
Προφορά
Ετυμολογία
σαλταρισμένος σαλτάρω
Ερμηνεία
σαλταρισμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (αργκό) που βρίσκεται σε κατάσταση συγχύσεως, απογνώσεως· γεν. αυτός που, κατά την κρίση του ομιλούντος, ενεργεί αφύσικα ή υποστηρίζει παράλογα πράγματα, ά. λαλημένος, τρελαμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–