σακαράκα


σακαράκα
Προφορά

Ετυμολογία
σακαράκα ίσως από το └ιταλ┘carcassa (= σκελετός πλοίου)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σακαράκα

✦ παλιό και άχρηστο σπαθί
✦ οτιδήποτε αχρηστευμένο από την πολυκαιρία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.