σακολέβα
Προφορά
Ετυμολογία
σακολέβα μεσαιωνική ελληνική σακολαίβα, κατά Hoffman, υπόλειμμα της αρχαία ελληνική μακεδονικής από το σάκκος + λαῖφος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σακολέβα
✦ μικρό πανί πλοίου με σχήμα τραπεζοειδές
✦ τύπος ιστιοφόρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–